- πέμπω
- ΝΜΑ1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μουνεοελλ.παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» — όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώαρχ.1. (ιδίως για τον Ερμή) οδηγώ, συνοδεύω («Ἑρμης δ' ὁ πέμπων δόλιος ἡγήσαιτο νῡν...·», Σοφ.)2. (για πλοίο) φέρω, μεταφέρω3. (σχετικά με βέλη ή ακόντια) ρίχνω, εξακοντίζω4. (σχετικά με λόγια) προφέρω, λέω, ξεστομίζω5. στέλνω κάτι ως δώρο σε κάποιον6. μτφ. (για τη γη) προσφέρω, παράγω7. μέσ. πέμπομαι(ενν. τινά) στέλνω και προσκαλώ κάποιον8. φρ. α) «πομπὴν πέμπω» και «πέμπω χορόν» — οδηγώ πομπή ή συμμετέχω σε μια ιεροτελεστίαβ) «πέμπομαι Διονύσῳ» — μεταφέρομαι σε πομπή που γίνεται προς τιμή τού Διονύσουγ) «πέμπω λόγον» — παραγγέλλωδ) «πέμπω τινί»(με ειδ. σημ.) (για πατέρα) στέλνω την κόρη μου στον γαμπρό9. (με απρμφ.) α) στέλνω κάποιον με την εντολή να...β) στέλνω κάποιον πίσω στην πατρίδα του.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή τού ρήματος σε ΙΕ ρίζα είναι μάλλον αδύνατη, ενώ, κατ' άλλους, πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Παρ' όλα αυτά, το σύστημα τού ρήματος εμφανίζει την αναμενόμενη εναλλαγή μεταξύ απαθούς και ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. πέμπω, πέμψις, πεμπτήρ, αλλά πέ-πομφα, πομπή, πομπός). Το ρ. πέμπω με σημ. «αποστέλλω, ρίχνω, συνοδεύω» έλαβε στο παράγωγο πομπή την ειδική σημ. «λιτανεύω, παρελαύνω» με την οποία πέρασε στη Λατινική και αργότερα στη Γαλλική και τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Νέα Ελληνική η σημ. τής λ. πομπή «συνοδεία, ακολουθία» εξελίχθηκε «ἐπὶ κακῷ» στη σημ. «όνειδος, ντροπή, αναισχυντία, ατιμία».ΠΑΡ. πέμψη, πομπή, πομπόςαρχ.πεμπτήρ.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπέμπω, αποπέμπω, διαπέμπω, εκπέμπω, επαναπέμπω, χαταπέμπω, παραπέμπω, προπέμπωαρχ.αντεκπέμπω, αντιπέμπω, εισπέμπω, εξαποπέμπω, επεισπέμπω, επιδιαπέμπω, επιπέμπω, μεταπέμπω, παρεισπέμπω, παρεκπέμπω, περιπέμπω, προαναπέμπω, προαποπέμπω, προεισπέμπω. προεκπέμπω, προκαταπέμπω, προσαναπέμπω, προσαποπέμπω, προσεκπέμπω, προσεπιπέμπω, προσπέμπω, συγκαταπέμπω, συμπαραπέμπω, συμπροπέμπω, συναναπέμπω, συναποπέμπω, συνεισπέμπω, συνεκπέμπω, υπεκπέμπω, υπερεκπέμπω, υποπέμπω].
Dictionary of Greek. 2013.